|
η прям., перен. трезвость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трезвость? — νηφαλιότητα как с (ново)греческого переводится слово νηφαλιότητα? — трезвость — γυρνοβολώ — καλωσόρισμα — φαζάνι — ανατολικά — αλλωστε — χιλιοφορεμένος — καθίσταμαι — ξυλοτομία — παιδομετρικός — τεσσαρακονταετής — στρέβλωση — βαρίδι — συντομογραφικός — εξανδραπόδισμός — κουρέλι — εξελιξικρατία — δρομοκοπάω — ανατιναγμός — εγωκεντρικός — ποδηγετώ — οντάς |
|||