|
мед. застойный; ~ή πνευμονία — застойная пневмония; ~όν φαινόμενον — застойное явление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово застойный? — υποστατικός как с (ново)греческого переводится слово υποστατικός? — застойный — ξεκούτης — χρηματίζομαι — αναλος — νυχτ- — χρηματοκομιστής — ηπατορραγία — διαφοροποίηση — κωφότητα — αξιοκατηγόρητος — τράκο — διαπνοϊκός — προμαχώνας — γνάθος — τυρόγαλα — κέρωμα — φαυλόβιος — οντολογία — ματοκόβω — μανκάρω — έγκλεισμα — βωλοδέρνομαι |
|||