|
(αόρ. προυξένησα и επροξένησα) причинять, вызывать; ~ μεγάλο κακό — причинять большое горе; ~ κατάπληξη — вызывать удивление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово причинять? — προξενώ как на (ново)греческом будет слово вызывать? — προξενώ как с (ново)греческого переводится слово προξενώ? — причинять, вызывать — ξεπέφτω — φιστικιά — γεννημένος — λαμπαδηφορώ — όπερα — αρνητικό — μπετονόκαρφο — βεβηλωτής — ταπεινοσύνη — αυτοκρατορικός — παραληρηματικώς — ανδροπρέπεια — ασθματικός — ανθρωποσφαγείο — αμπελουργικός — απτερύγωτος — αλλιον — ανεξάγνιστος — γλώσσα — δεκατετραέτις — λαφυραγώγηση |
|||