|
шерифский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шерифский? — σεριφικός как с (ново)греческого переводится слово σεριφικός? — шерифский — κεχαγιάς — καλός — τρισμύριοι — ανταποκρινόμενος — τραίνο — αργαστηριάρης — προαπόδειξη — ευλογία — μηλοχυμός — βροχερός — μαγικά — κατσίκα — εβραιολογία — γύφτος — δέρνω — κοιτάζομαι — λευκόσημον — σαρκαστικότητα — σχηματοποίηση — συνεκδοχή — ενδοποράσιτα |
|||