Новогреческий словарь
κουβαλητός
κουβαλητός
принесённый на руках
;
τόν φέρανε ~ό — [phrase]его притащили, принесли на руках[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
принесённый на руках
? —
κουβαλητός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουβαλητός
? — принесённый на руках
#
(ново)греческий словарь
—
μονοχρώματος
—
ευπειθής
—
λυσιτέλεια
—
συσκευιάστρια
—
αιματοποιητικός
—
τουρισμός
—
ακρεβάτωτος
—
στολιδώδης
—
σουρπιά
—
αργιλοφόρος
—
αφόνευτος
—
όρχιδα
—
παρονομάζω
—
γύναιο
—
ντοπιολαλιά
—
διακανονίζω
—
απολείτουργα
—
αναδεξιμιός
—
επαμειβόμενος
—
μαγουλίκα
—
ανευχαριστησία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве