Новогреческий словарь
κουβαλητός
κουβαλητός
принесённый на руках
;
τόν φέρανε ~ό — [phrase]его притащили, принесли на руках[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
принесённый на руках
? —
κουβαλητός
как с
(ново)греческого
переводится слово
κουβαλητός
? — принесённый на руках
#
(ново)греческий словарь
—
φεγγαροντυμένος
—
αδηλοποίητος
—
βουτυριακή
—
γομφίος
—
σέρτικος
—
εξηκονταετηρίς
—
βαρούλκο
—
αμέταλλος
—
νηρηίδα
—
ορυχείο
—
πούλια
—
φετιχολάτρης
—
ευφορικά
—
αναστηθείς
—
τακτοποίηση
—
γκρεμοτοπιά
—
παντρολογήματα
—
παφλάζων
—
φωτόλουτρο
—
εκκεντρικός
—
καταρχήν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,