|
отклеиваться; отваливаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отклеиваться? — αποκολλώμαι как на (ново)греческом будет слово отваливаться? — αποκολλώμαι как с (ново)греческого переводится слово αποκολλώμαι? — отклеиваться, отваливаться — κακοπαίρνω — σύμπλοκος — αλατισμένος — στεγάσιμος — αλλοτριοφάγος — κεχριμπάρι — μαγειρειό — αρχιεπισκοπικός — επιστολιμαίος — μετεξέταση — κουβάρι — έκφανση — ζωοπαράσιτα — ξύλιασμα — τριγωνομετρία — ακρωτήρι — παιδαριώδες — αξεπλήρωτος — αλατοδοχείον — επάνω — αντίστροφα |
|||