|
η кооператив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кооператив? — κοοπερατίβα как с (ново)греческого переводится слово κοοπερατίβα? — кооператив — λογοκλοπία — βασιλόφρονας — ορείχαλκος — βοτανολογία — μεταξύ — αλληθωρίζω — απονωρίς — αράβιος — χειμώνας — φωτίζομαι — απαργύρωση — αδαμαντοδεσία — αυγουλάτος — ανάργια — μαλάσσω — υφεσιακός — ελκύω — υποσκελίζω — Αμερικανίδα — Ρουμάνος — φυσούνα |
|||