|
влюблённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово влюблённый? — τσιμπημένος как с (ново)греческого переводится слово τσιμπημένος? — влюблённый — ανθοφορία — τρομπέτα — βαλεριάνα — επαναθεώρηση — σκερτσόζος — φυτοπλαγκτόν — δηλῶ — αλίγδιαστος — καψάθρα — κατειργασμένος — διαγράφω — αταίριαχτος — κατακρήμνιση — σταμνάδικο — πλωριός — γυναικιστικα — πότε — χωροταξικός — χορτώδης — αρχινίζω — δετήρας |
|||