Новогреческий словарь
ρούσος
ρούσ|ος
1)
русый
;
2)
рыжий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
русый
? —
ρούσος
как на
(ново)греческом
будет слово
рыжий
? —
ρούσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρούσος
? — русый, рыжий
#
(ново)греческий словарь
—
ζυγιστής
—
αυγάτισμα
—
εξυγίανση
—
αντιχαιρετισμός
—
χρηματοσυλλογή
—
φαραγγώδης
—
ακαλανάρχητος
—
μηχανοθεραπεία
—
μπλοφάρω
—
νομοτελεστικός
—
υποθρεψίο
—
εισχώρηση
—
φλεβοσκλήρωση
—
αντίμεμα
—
σύγχρονα
—
σαββατιάτικα
—
πλαταγίζω
—
καπιταλίστας
—
μαίευση
—
νοσηλεύομαι
—
ακριβαγάπητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве