|
ο технолог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово технолог? — τεχνολόγος как с (ново)греческого переводится слово τεχνολόγος? — технолог — διγώνιος — παραλλαγή — διαβρέχω — ξέμακρα — διττόκλιτος — τσόνι — πετροκέρασο — αυτοαναίρεσις — πετούμενο — εφτάστερο — σφαιροβολία — μάμμος — πάγχρυσος — δημόσια — έπαθα — λαντουρώ — βραδυτοκία — κουφιοκάρυδο — δεύτερα — χουζούρεμα — Αϊκαθίστρα |
|||