|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντίρευμα? — — πνευμονογράφηση — μαυρομάνικος — πονόκαρδος — καλοκαιριάζει — απολησμονημένος — υπνοβότανο — επάκτιος — σεντεφένιος — γεφύρωμα — ύδρα — ξελιγδιάζω — αψινθώνω — Καναδέζος — προσεχτικός — μπουμπάρι — εξαναγκασμένος — πολυομβρία — ατελέσφορος — συζευγνύω — ρυπαρότητα — γγιάω |
|||