|
I высоко; βλέπω ~ — [phrase]смотреть вверх[/phrase]; ~ τά χέρια! — [phrase]руки вверх![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высоко? — ψηλά как с (ново)греческого переводится слово ψηλά? — высоко — βροντόσαυρος — αρεστά — Μαυρογιάννης — ανισομερώς — ανομισθώνω — τυφλοπόντικας — παράχωμα — ακαλμάριστος — ανορθόγραφος — διακονιάρισσα — φυσιγγιοθήκη — περόνιασμα — καλεσμένος — επιμετάλλωση — ρόδισμα — εφευρίσκομαι — βόλεμα — ιδρός — κορακιάζω — αποθαρρεύω — τριετηρίδα |
|||