|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξυλόσφυρο? — — ξανατυπώνω — φρεσκοπαντρεμένος — κωλόφαρδος — απολιόρκητος — μεγάλος — λεμές — βουρλίζω — τρελαίνομαι — εποικοδόμηση — κακοκαρδίζω — βαθιοκοίμητος — μίσθωμα — βαθμοθέτηση — κονιδάρειο — μασημένος — μηκύνω — διαμαντικό — ινδοευρωπαϊκός — τεκμηριώνω — καταστροφισμός — λαχαναγορά |
|||