|
(-εως) η иссякание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иссякание? — στείρευσις как с (ново)греческого переводится слово στείρευσις? — иссякание — αλαφρόσκιωτος — οκτακισχιλιοστός — κοντόπαχος — καλογεροπαίδι — αυτοπαρηγορούμαι — αρμένικα — εκκαυμάτιση — σφαιροειδής — αποκαίω — μεσοπέλαγα — φραχτό — θερμοκήπιο — οκτακοσαριά — καμηλό — κοντοζυγώνω — πέμπω — βυσσοδομω — οστεοβλάσται — αυταρχικός — δώ — ακλήρως |
|||