|
(-εως) η иссякание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иссякание? — στείρευσις как с (ново)греческого переводится слово στείρευσις? — иссякание — αγκαλιάζω — γεάνθραξ — νιχιλιστικός — ανεπιδίκαστος — σκέτος — υπόψυχρος — εγκλιματιστικός — ακανθηρός — ιππικός — δημαρχείο — εκκομίζω — χιονάκι — αποτίνω — τσάκα — ισώνω — χαρτοδέτης — ιδικός — σταφνίζω — ψαροκόκκαλο — διασταυρωμένος — εικονιστικός |
|||