μασκοφόρος

формы словаβ
μασκοφόρος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μασκοφόρος? —


αναθορυβώεπελθώνπρέσβειραλανάρακτηνίατροςαλάθητοςκομμόςηδύτηςνεογέννητοςαποδύομαιγλυκοχαιρετώμιμικήαχειραγώγητοςγλήνοςυπερκορεσμόςφρυδούμεμπτόςπροκήρυξηενδο-στιγμήπάχτωμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit