Новогреческий словарь
αγρίλλιαγος
αγρίλλιαγ|ος
1)
не имеющий жалюзи
(об окнах);
2)
неподжаристый
(о мясе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не имеющий жалюзи
? —
αγρίλλιαγος
как на
(ново)греческом
будет слово
неподжаристый
? —
αγρίλλιαγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγρίλλιαγος
? — не имеющий жалюзи, неподжаристый
#
(ново)греческий словарь
—
βέλο
—
δαφνών
—
ανενόχλητος
—
κουρούπι
—
φουσκαλιάζω
—
φρενιασμένος
—
αμετάγραπτος
—
βούλιασμα
—
ανεξαργύρωτος
—
γιακί
—
βεργολυγερή
—
υπογειάκι
—
αγγελοκρίνομαι
—
αβούρκωτος
—
σακκούλιασμα
—
εκλέπτυνση
—
αμυλώδης
—
ακαμάτισσα
—
ερπηστικός
—
Βουλγάρα
—
ακράσωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,