|
церк. руковозлагать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово руковозлагать? — χειροθετώ как с (ново)греческого переводится слово χειροθετώ? — руковозлагать — μεγαλύτερος — κοσμοπολίτικος — ζυγώνω — κυτταρόπλασμα — γνεθολόγημα — ξεφυτρώνω — αναποτελεσματικός — ποταμόχωστος — διεύθυνση — επιτετηδευμένος — υδρωπιώ — προημιτελικός — θαλασσοπνίγομαι — μεταμισθώ — αλγησις — καθομολόγία — κεμέρι — πεντακοσιοστός — φρεσκάρω — αιτιοκρατικός — δείλιασμα |
|||