χειροθετώ

формы словаβ
χειροθετώ
церк. руковозлагать



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово руковозлагать? — χειροθετώ
как с (ново)греческого переводится слово χειροθετώ? — руковозлагать


μεγαλύτεροςκοσμοπολίτικοςζυγώνωκυτταρόπλασμαγνεθολόγημαξεφυτρώνωαναποτελεσματικόςποταμόχωστοςδιεύθυνσηεπιτετηδευμένοςυδρωπιώπροημιτελικόςθαλασσοπνίγομαιμεταμισθώαλγησιςκαθομολόγίακεμέριπεντακοσιοστόςφρεσκάρωαιτιοκρατικόςδείλιασμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit