Новогреческий словарь
θαλαμηγός
θαλαμηγός
η 1)
яхта
;
2) ист.
пассажирский парусный корабль с каютами
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
яхта
? —
θαλαμηγός
как на
(ново)греческом
будет слово
пассажирский парусный корабль с каютами
? —
θαλαμηγός
как с
(ново)греческого
переводится слово
θαλαμηγός
? — яхта, пассажирский парусный корабль с каютами
#
(ново)греческий словарь
—
καινοτομώ
—
πετσί
—
μεταξοπαραγωγή
—
ευχητικός
—
αντιπολεμώ
—
ασυνεσία
—
καλαθούνα
—
σακχαροδόχείο
—
τσιτσύρισμα
—
μετανεωτερικά
—
στοιχειοθήκη
—
ενσπείρω
—
καραγκούνισσα
—
φρικτός
—
γκαρδιακός
—
γλεντίζω
—
απρόσκοπτος
—
πεπονιά
—
βουστίνα
—
γαργάρισμα
—
στραβολαίμιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω