αγώνισμα

формы словаβ
αγώνισμα
το вид спорта;
          τά ~ίσματα — спортивные игры;
          ασχολούμαι μέ πολλά ~ίσματα — заниматься многими видами спорта



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово вид спорта? — αγώνισμα
как с (ново)греческого переводится слово αγώνισμα? — вид спорта


βενζινομηχανήγαιανθρακέμποροςκαταβαραθρώνωκλάραψεκαστήραςπολυκαιρίαδυσμετάθετοςμεσοπατριαρχείααποκαινουργίςσκοπευτικοανθρωποσωτήραςγεναριάτικαχωλόςανάμελοςαναιτιολόγητοςλιθοβόλημαπεριστεριδεύςανταπεργόςξομπλιαστόςψιττακίζωξεκουβάριασμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit