Новогреческий словарь
πείσος
πείσ|ος
:
ο πείσος καί ο δείξος — такой-сякой, мерзавец, негодяй
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πείσος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ορθοστάτης
—
τσάμπα
—
αγεληδόν
—
κτίριο
—
ελαττωματίας
—
ψυχωμένος
—
ορρός
—
μωλωπίζομαι
—
λαθραναγνώστης
—
εκλιπάρηση
—
βωλογύρνω
—
θεόκουτος
—
στυλιζαρισμένος
—
παραμιλάω
—
ανεμόφαντος
—
σκόπευση
—
ελληνιστί
—
φαιάνθρακας
—
Ανθή
—
ψηφοθέτης
—
πικρός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве