|
: ο πείσος καί ο δείξος — такой-сякой, мерзавец, негодяй #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πείσος? — — κουτουλιά — φωτογένεια — δασύπτερος — μισοτελειώνω — λιγωμένος — στίλβών — ωροσκοπία — αιμόστικτος — παρασκηνιακά — Δήμητρα — οστέϊνος — καμαρωτός — φορούσι — δερμάτωση — εύκαιρος — δαπανηρός — ψυχομαχάω — προτύτερος — πέδιλο — σοναλλαγματικός — χρωμοτυπία |
|||