|
испуганный, боязливый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испуганный? — φοβισμένος как на (ново)греческом будет слово боязливый? — φοβισμένος как с (ново)греческого переводится слово φοβισμένος? — испуганный, боязливый — βλαπτικός — μπουρί — αυτός — μαγνολία — ματαιότης — αναρροφητήρας — βροχονέρι — στημονίζω — μαυροφορεμένος — γυφτιά — τρωτότητα — αγγελοκρουσμένος — ψαλιδισμός — απάστρευτος — ατύπωτος — γραφίστρια — θερμογονία — αιτιατόν — περιφρόνηση — σησαμόπολτος — ταβέρνα |
|||