|
ο товарищ по профессии, коллега #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово товарищ по профессии? — συντεχνίτης как на (ново)греческом будет слово коллега? — συντεχνίτης как с (ново)греческого переводится слово συντεχνίτης? — товарищ по профессии, коллега — πασχαλινά — αλιμενία — χοντροκεφαλιά — ενασχολώ — θηλυκώνω — φεγγαρόφωτο — πρόσθεση — ωτορινικός — διψομανής — οστεόφθιση — φαντασμαγορικός — κρεμάμενα — δοξολογία — γεβεντίζω — κασσιτεροκόλληση — εγχυτήρ — ταραχώδης — κούτικας — αντιπρόεδρος — αψήλου — επιλοχίας |
|||