|
η мед. спирохета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спирохета? — σπειροχαίτη как с (ново)греческого переводится слово σπειροχαίτη? — спирохета — βωλοκόπος — ασούφρωτος — αλεφάντης — εξάγκωνα — γουναρικό — πανσλαβικός — ανάρπαστος — μεταλλισμός — φελλόδρυς — φακιδιάρα — βαρυ- — ευκαλυπτέλαιον — δεσπέντσα — άργεμος — θεοκόπηλος — επιβιβάζομαι — μαέστρος — μπουσουλώ — στενοχωριέμαι — μύωσις — μπούσουλας |
|||