|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αρχικά? — — σάλιωμα — ψύξη — γοναταριά — κρυσταλλοτεχνία — ενθαρρύνω — υστερισμός — βρεφοκομω — κατσούφης — βουβαλίσιος — παραμακρύνω — λαβομάνο — σβωλιάζω — ατέρμονας — λασπάς — ακόπριστος — θερμοσυσσωρευτής — πλατύστερνος — διασαφήνιση — ηλικιούμαι — απρόθυμος — ασέβημα |
|||