|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αειμακάριστος? — — γεννοβόλι — μάλθα — υπεισέλευση — κουτσουλάω — αποχωρώ — νοσοκόμος — κρούσω — δασύκνημος — δακρύρροια — αιθερόλαμνος — φώνηση — θαλασσογράφος — μελομανής — διγαμία — καρμανιόλα — προδιαγραφή — γεννητής — πλεονεκτικός — αταλαιπώρητος — διαπυητικός — ακροβολιστικός |
|||