|
ист. минойский; ~ πολιτισμός — минойская культура #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово минойский? — μινωικός как с (ново)греческого переводится слово μινωικός? — минойский — ολιγόχρονος — αφιονισμός — φορμάστ — σφαιρίδιο — αρμοστής — προβοκάταρας — ημίπληκτος — ψιχαλιστός — θύραθεν — γιγάντια — αγκώνας — γεωτρία — δεινός — φάτνωση — πιστωτικός — φωτοβολία — παρείσαχτος — κωλοβρέχτης — ευθαρσία — παρατώ — πλευριτώνομαι |
|||