Новогреческий словарь
μινωικός
μινωικός
ист.
минойский
;
~ πολιτισμός — минойская культура
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
минойский
? —
μινωικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μινωικός
? — минойский
#
(ново)греческий словарь
—
πατρόθεν
—
κακογλωσσεύω
—
ΟΗΕ
—
κυδωνιά
—
λάστιχο
—
ποικίλος
—
τεχνοκράτης
—
αλλοτριολογία
—
τσούξιμο
—
ελασματοποίηση
—
γαιανθρακεργάτης
—
νομιναλισμός
—
απορώ
—
αναθυμίζω
—
δεματίζω
—
αποσάπισμα
—
πολύγονος
—
πυκνότητα
—
ηθοποιός
—
χολωμένος
—
αδάνειστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве