|
η старуха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово старуха? — γριά как с (ново)греческого переводится слово γριά? — старуха — γλυκέρινούχος — πεντακοσάρικο — χύνομαι — συνδιάγω — απόδιαβος — Ευαγγέλιο — ενδιαφερόντως — μετάπτωση — ανασυζήτηση — λιμενάρχης — κατακόρυφο — σύρσιμο — διακονιάρης — πλαισίωμα — αμοίχεοτος — ενοίκηση — σκληροκεφαλιά — έντεχνα — αλογίσιος — επισκοπώ — διές |
|||