|
το муз. крещендо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крещендо? — κρεσέντο как с (ново)греческого переводится слово κρεσέντο? — крещендо — αντιδεοντολογικός — κακόστομος — στοιχειοχυτήριο — συνένωση — χτικιάρα — φυλλομετρώντας — ξενοδοχοϋπάλληλος — αρχιεπισκοπεία — κατοπτρίζω — καλορί — διεθνιστικός — δαντελλάς — συννεφόκαμα — ακαλπονόθευτος — αγαπημένα — δομισμός — κελύφι — υδρομέδουσα — ευεπίφορος — μολεύω — δικάω |
|||