|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επενδύτρια? — — εφόδιο — άκαμπτος — εβενουργός — στοχασιά — επικλίνω — καφεστιατόριο — εγχυματογενής — ελληνικότητα — περιτρίγυρα — μπουγάδιασμα — δίκαιον — θώραξ — αντιαισθητικά — γουστέρα — επανθώ — αναστέλλουσα — ανάδημα — εμβρυουλκός — κοριτσάκι — τέντα — διανθίζω |
|||