|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καπνοσυλλέκτης? — — εβδομαίος — ανικανοποίητο — κανοναρχώ — ζορεύω — κακοφέρνομαι — δίκαση — ζευκτήρας — αραβίδα — μύσταξ — πολύβουος — συγκερνώ — δημοσίευμα — πατριώτις — εισορμίζω — παράμεσος — πρεσβυωπικός — τσατάλι — θεσιθηρώ — κοσμηματοπωλείο — προσόμοιος — πεπόνι |
|||