καπνοσυλλέκτης

формы словаβ
καπνοσυλλέκτης



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καπνοσυλλέκτης? —


εβδομαίοςανικανοποίητοκανοναρχώζορεύωκακοφέρνομαιδίκασηζευκτήραςαραβίδαμύσταξπολύβουοςσυγκερνώδημοσίευμαπατριώτιςεισορμίζωπαράμεσοςπρεσβυωπικόςτσατάλιθεσιθηρώκοσμηματοπωλείοπροσόμοιοςπεπόνι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit