|
(αόρ. έγνεσα) прясть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прясть? — γνέθω как с (ново)греческого переводится слово γνέθω? — прясть — στερητικός — ευπλαστικός — καραμπόλα — βάθρακος — αμαξιά — ανιών — κέρασος — χρυσή — αστίατρος — μαρτυρεμός — εξόγκωμα — μολύβδαινα — ρυζόσουπα — καρπουζιά — θειούχος — φιλιωτής — πυόρροια — οπλοποιός — μαρρόνι — περιπλοκή — σήμερα |
|||