|
(-εως) η шпаклёвка (действие) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шпаклёвка? — επίπλαση как с (ново)греческого переводится слово επίπλαση? — шпаклёвка — κατακερματισμός — υδροχελιδών — δή — λουκουμάς — αλληλοδέρομαι — πετραδάκι — θεοσκόταδο — καταπέλτης — εγκαρδκοτικός — εικονογραφημένος — αρχαϊσμός — κρουσίφλογος — λίκνο — παγερότητα — τερμίτης — καμαρότος — αλλήλους — εφοδιάζομαι — αλευροποιώ — αιμωδίασμα — ανεβολιάζω |
|||