|
παθ. αόρ. от κατέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κατεσχέθην? — — κουσέλι — κούρνια — αποσήπομαι — σκοτίζω — χαλκοχυτική — διαφαίνομαι — πέμπω — διάφορο — απυρόβλητος — ναυαγιαιρία — υφαίρεση — περιλαβαίνω — αναφροδισία — θρυπτικός — αριθμός — όχθριτα — λασπώνομαι — κουβεντιασμένη — φυλλομετρώ — μουσσών — κουρέας |
|||