Новогреческий словарь
κατεσχέθην
κατεσχέθην
παθ. αόρ. от κατέχω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατεσχέθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
έποχθος
—
οθενδήποτε
—
ιάσμινος
—
λιθοξοϊκός
—
ξόρκισμα
—
φλεβικός
—
εξάγωνο
—
κοτσάρω
—
τρίμορφος
—
γκιουστέκι
—
αρμονίζω
—
καλαματιανός
—
μαρτίνι
—
τρίτο
—
βουρβός
—
ανευόδωτος
—
μοναχογιός
—
συναινετικά
—
ύπτιος
—
αυλακοειδής
—
άχωστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве