Новогреческий словарь
κατεσχέθην
κατεσχέθην
παθ. αόρ. от κατέχω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατεσχέθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φιλόγυνος
—
δραπέτης
—
άνιφτος
—
ξεκουτιάρα
—
γυφταριό
—
παραζαλίζω
—
πεπαιδευμένος
—
δίκοχο
—
είδος
—
μαγνητοσκόπιο
—
παρόνομα
—
αγάληνος
—
εγχύμωση
—
σιγά
—
σταυροπατέρας
—
προμακέτα
—
δυναστικός
—
αφοριστικός
—
σφαίρισις
—
αναλλοίωτος
—
δυσδιάκριτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω