|
другой; ο ~ — один из двух; τυφλός κατά τόν ~ον των οφθαλμών — слепой на один глаз; === αφ' ετέρου — с другой стороны; ~όν εκάτερον — [phrase]это совсем разные вещи[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово другой? — ετερος как с (ново)греческого переводится слово ετερος? — другой — κατάφρακτος — αλλοιωτικός — προεόρτια — ταχίνι — αμμάτιση — εβδομαίος — κονταριά — γλυκοχάραμα — φακωτός — προβούλευμα — δεκαπενταύγουστο — ζαχαρίνη — προσμανθάνω — αμαξίδιο — έσχατος — μαντεία — αλισιβερίσι — ζερβιός — κανονιοβολώ — ξεμαθαίνω — αψαλιδιστός |
|||