|
министерский; ~ό συμβούλιο — совет министров; ο πρόεδρος τού ~ού συμβουλίου — премьер-министр; председатель совета министров; ~ό χαρτοφυλάκιο — министерский портфель; ~ή κρίση — правительственный кризис #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово министерский? — υπουργικός как с (ново)греческого переводится слово υπουργικός? — министерский — φουσκάλιασμα — εγγλέζικα — καλλονή — εξερεθίζομαι — μυθιστορηματικός — σακχαροποίηση — φαρδομάνικο — ανελκύω — συνάζω — στοιχειακός — στιχούργημα — γαρνίρω — τιτλοφόρος — λίχνος — εγχυματικός — σκούπα — τσιγαράκι — αγχίνοια — ανυπόδητος — συμποσιάζω — αφροσκέπαστος |
|||