|
(αόρ. επέμ(ε)ιξα ) смешивать (виды, расы и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивать? — επιμιγνύω как с (ново)греческого переводится слово επιμιγνύω? — смешивать — βουτηξιά — μπαταλαμάς — σιτίζω — αλεύκαντος — κοττόπιττα — Ευαγγέλιο — σάλιο — μουσσών — ανάμειξη — Τ — ζηλωτός — καμφουρά — ανάλλακτος — ραδιολογικός — έφορος — φαντασιοπληξία — ενδόσιμον — λιγόυπνος — συκολόγος — καλίγωμα — εννοιακός |
|||