Новогреческий словарь
μανικοκάππι
μανικοκάππι
το 1)
рукав плаща
;
2)
шерстяной плащ
(крестьянина);
===
έχει τήν τράπουλα στό ~ του — [phrase]он заядлый картёжник[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рукав плаща
? —
μανικοκάππι
как на
(ново)греческом
будет слово
шерстяной плащ
? —
μανικοκάππι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μανικοκάππι
? — рукав плаща, шерстяной плащ
#
(ново)греческий словарь
—
κυτταρογένεση
—
ορδινάντσα
—
ανάκλαση
—
αναθεμάτισμα
—
λυκειάρχης
—
κανέλλα
—
ανεμοφλογισμένος
—
θηλαστικά
—
καύση
—
μονομανία
—
γυμνώνομαι
—
πατριωτισμός
—
μελλόνυμφος
—
απογλιτώνω
—
μουστόπιττα
—
φτωχομαχαλάς
—
αμφισβητούμενος
—
ζερνίκι
—
πώλος
—
ευθυγραμμία
—
βολονταρισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω