|
шкурный, шкурнический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шкурный? — φιλοτομαριστικός как на (ново)греческом будет слово шкурнический? — φιλοτομαριστικός как с (ново)греческого переводится слово φιλοτομαριστικός? — шкурный, шкурнический — αντεγγύηση — χτύπημα — ψώρα — αφετεροίωση — αδικητής — τσάρεβιτς — ραφή — αμάτιαγος — χοντρομάγουλος — αντίρρησις — χρονολογία — τοματόσουπα — τηρώ — αγγελικός — αναμασώ — παραγινωμένος — αθλομανία — απεισμάτωτος — ληνοπατητής — καμηλόμαλλο — αρειμανίως |
|||