|
αορ. от προτρέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προέδραμον? — — ανθρωπομορφικά — χιονίζω — μπακίρι — γραφή — γριππώδης — επιθαλάμιος — αποδυνάμωση — στεντορείως — ξέρακας — απίκραντος — χρίζω — εναυσματοδόχη — διαμοίρασμός — νηολογημένος — κολυμβητικός — επινοώ — παγκόσμια — ορθολογιστής — απροφυλαξία — επιγένεσις — μπιρμπιλώνω |
|||