|
το 1) робот; 2) инертный человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово робот? — ρομπότ как на (ново)греческом будет слово инертный человек? — ρομπότ как с (ново)греческого переводится слово ρομπότ? — робот, инертный человек — δροσόλουστος — λιγόημερος — δελφικός — παντόρφανος — αναπομπή — ατμοπλοία — καταμέτρηση — συκαλίς — κονσερβοποιία — πιπίλισμα — επωφελής — ξεδίψασμα — αποθήκευτρα — πεντακάθαρος — υγροποιούμαι — άμπελος — τρεμολάμπω — ετεροσκελής — ἐδωδή — αξήλωτος — κλιματιστικός |
|||