|
прям., перен. близорукий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово близорукий? — κοντόφθαλμος как с (ново)греческого переводится слово κοντόφθαλμος? — близорукий — ζηλιάρης — αχυρύς — συμπυκνωτήρας — αδιαχώρητο — οβελίζω — αλληλοδεσμεύομαι — συμμιγνύω — ακαταληψία — μυς — ερωτολογία — χειρολάβος — μαλακοκεφτές — λαγχάνω — Αγγλία — πεζός — σωτηρία — κομψεπίκομψος — σκανδαλώδης — ασπρογάλιασμα — ελληνιστής — ιδρωτικός |
|||