|
, είχον παρατ. от 'έχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово είχα? — — ανεπίβλεπτος — φάκελος — οδοντόφωνο — δικτυοποιός — ακαθησύχαστος — αγριόξυλο — ταπεινοφροσύνη — ξολοκάρφι — οκτάγωνος — εκμαυλιστικά — ολόγυμνος — ταχυγραφικός — αραχνόφαντος — στενόψυχος — αδικοθανατισμένος — απρόφερτος — ανεξέργαστος — μαρτύρημα — κατήφορος — κλώσσημα — μπατικός |
|||