|
уст. : καί ~ — особенно, в особенности #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δή? — — σεληνόφως — κόλακας — πολιτεία — σεισμομετρία — κασσέτα — ονειροκρίτης — θαυματούργημα — σπήλιο — παγοποιώ — ξετέντωμα — πομπεύω — ειλικρινά — ιονίζω — κρεατώνω — εμβολή — δικέλλι — ωμέγα — ατσικνίδα — μπεκάτσα — χλωρασιά — εντέλεια |
|||