τραπεζοϋπάλληλος

формы словаβ
τραπεζοϋπάλληλος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τραπεζοϋπάλληλος? —


ειδολογικόςάτακτοςτελωνειακόςμεντρεσέςμνήμημπαγαπόντισσαλαιμαριάδρωπικιάρηςσυνδιδασκαλίαμπαρμπούνιανοπόβλητοςερείπωσηπαρδαλόςκοίλιασμαεναρκτήριοςαποσχηματίζωμίζαχαρολεμονιάισοπεδώνωαγελαδίσιοςναυτομεσίτης




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit