|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καταϋποχρεώνω? — — ξηγιούμαι — σπιτάκι — υποδηματοβιομηχανία — ακρεοφάγος — τυροφάγος — φοβία — σκατάς — αποχαλινωμένος — αλατεμπόριο — άχυμος — ελλειπής — μπανιάρομαι — φυτρωμένος — κρυσταλλοειδής — εύτηκτον — αλόμετρον — αλκοολισμός — βαρυοσμία — ποινικός — σφάζω — βοσκώ |
|||