|
το 1) сигарета; 2) сигара #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сигарета? — σιγάρο как на (ново)греческом будет слово сигара? — σιγάρο как с (ново)греческого переводится слово σιγάρο? — сигарета, сигара — διχοτομία — εδραιώνω — κιαμέτι — πανώγραμμα — μεταπράτηση — γρούζο — ξεκάλτσωμα — μοντερνιστικά — μαλαγανεύω — βρογχιακός — στειρώ — πλανόδιος — τεντωμένος — υπερεκχείλιση — επιούσιος — εξωτικός — ασεβώ — λογοκρισία — ακαρποφόρητος — εκπλάτυνση — σωληνοποιείο |
|||