|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αγουρέλαιο? — — φέστα — διακόπτω — παραξόνιο — κλούβα — λαίμαργος — αποσκιάζω — ιππεύτρια — ρυπαρογραφία — ατάραγος — ιεροσύλημα — δεντροκόπος — ανεπίσχετος — αδιαφορώ — δημόσιο — ταγματάρχης — χαλώ — επιδίκαση — διακονιάρης — λαβωμός — λεχρίτης — αχαμήλωτος |
|||