|
ο воен. интендант роты #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово интендант роты? — σιτιστής как с (ново)греческого переводится слово σιτιστής? — интендант роты — παλαιοκομματικός — άστιφτος — αποναρκώνω — οπτιμιστικός — ηλιθιωδώς — μετρίαση — κτηνοβάτης — μεγαλειότητα — πρόνοια — ερμηνεύς — υλοποίηση — λήσταρχίνα — στάλαγμα — ανάβαση — μπογάτσα — ταπεινά — οπτιμιστής — δοκίμως — διαλυτότητα — καλαμιώνας — σκολόπαξ |
|||