|
человек(__,__) накурившийся гашиша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек, накурившийся гашиша? — μαστουρομένος как с (ново)греческого переводится слово μαστουρομένος? — человек, накурившийся гашиша — υποσχετικός — χοντροκοπιά — ανευθυνία — φανφαρονισμός — ρακοσυλλέκτης — τραπεζιέρα — φανελλοποιός — πάρσιμο — εθνόσημο — αδύνατος — εριουργία — περιστέρα — προβοσκίδα — αϋφαντάκος — σφαιρίδιο — ιδρύτρια — βοσκότοπος — αντασφαλιστικός — γαζί — περίσσεμα — πρόσθεμα |
|||