|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενσύρματος? — — μίνυο — κοτόσουπα — πανδημικός — νευραλγικός — ευθηναίνω — απορριπτικός — αναφωνήτρια — σκληρύνω — επέχω — γεωμετρία — κλινοθεραπεία — μπαστουνιά — ανεξάλειπτο — στέππη — οπισθενεργός — διάρροια — ευθυμολογώ — δυσθεάτος — μανάρα — αλλότριος — καρτερεύω |
|||